ὀστολόγος: Difference between revisions

29
(6_15)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστολόγος''': -ον, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.
|lstext='''ὀστολόγος''': -ον, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστολόγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο [[οποίος]] έχει υποβληθεί στη [[διαδικασία]] της καύσης<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀστολόγοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}