ὀρχίλος: Difference between revisions

29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans [[τροχίλος]], [[κορθίλος]], [[σποργίλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans [[τροχίλος]], [[κορθίλος]], [[σποργίλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρχίλος]] και ὀρχιλος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρχίλος]] παράγεται από το ρ. <i>ὀρχοῦμαι</i> «[[χορεύω]]» με την υποκορ. κατάλ. -[[ίλος]], που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>σποργ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]). Το [[πτηνό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
}}
}}