ουρηρός: Difference between revisions
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(30) |
(No difference)
|
Revision as of 12:11, 29 September 2017
Greek Monolingual
οὐρηρός, -ά, -όν (Α)
(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].