3,273,769
edits
(6_11) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰθολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ [[πάθη]], πραγματευόμενος περὶ παθῶν, [[λόγος]] Στοβ. Ἐκκλ. 2. 52· - ἡ παθολογικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ νόσων [[ἐπιστήμη]], ἡ «παθολογία», ΙΙ. 280Α. | |lstext='''πᾰθολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ [[πάθη]], πραγματευόμενος περὶ παθῶν, [[λόγος]] Στοβ. Ἐκκλ. 2. 52· - ἡ παθολογικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ νόσων [[ἐπιστήμη]], ἡ «παθολογία», ΙΙ. 280Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[παθολογικός]], -ή, -όν) [[παθολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παθολογία]] ή στον παθολόγο («παθολογική [[εξέταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[πάθη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παθολογικόν</i><br />ο [[κλάδος]] της επιστήμης που ασχολείται με τις νόσους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παθολογική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[επιστήμη]] που εξετάζει τις νόσους, η ιατρική. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παθολογικώς</i> και -<i>ά</i><br />από παθολογική [[άποψη]], σύμφωνα με τα διδάγματα της παθολογίας. | |||
}} | }} |