παιδιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(30)
(No difference)

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

και παιδιάστικος, -η, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, χαρακτηριστικός παιδικής ηλικίας, παιδαριώδης, παιδιακήσιος
2. παιδικός.
επίρρ...
παιδιάτικα και παιδιάστικα
με παιδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + κατάλ. -ά(σ)τικος (πρβλ. κυριακ-άτικος)].