παράνυμφος: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ami du marié.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[νύμφιος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />ami du marié.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[νύμφιος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν<br />αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου, ο [[κουμπάρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[κόρη]] που συνοδεύει τη [[νύφη]] στην [[τελετή]] του γάμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φίλος]] του γαμπρού ο [[οποίος]] τον συνόδευε και οδηγούσε τη [[νύφη]] από το πατρικό της [[σπίτι]] στη συζυγική [[εστία]], [[νυμφαγωγός]], [[νυμφευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ.) <i>ἡ [[παράνυμφος]]<br />α) ανύπαντρη [[κόρη]] η οποία συνόδευε τη [[νύφη]] στο [[σπίτι]] του γαμπρού, [[νυμφεύτρια]]<br />β) (στον <b>Αριστοφ.</b>) ένα από τα πρόσωπα του δράματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]])].
}}
}}