παραμυθητικός: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παραμυθητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραμυθητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]], που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, [[ιδίως]] τον [[ψυχικό]], ο [[παρηγορητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποβλέπει στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]] («παραμυθητικά [[λόγια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραμυθητικόν</i><br />[[παραμυθία]], [[παρηγοριά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Παραμυθητικός [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου [[προς]] τον Απολλώνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμυθητικῶς</i> ΜΑ<br />με παραμυθητικό τρόπο.
}}
}}