περιδρομή: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> course autour, course circulaire, circuit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action de circonvenir, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[περίδρομος]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> course autour, course circulaire, circuit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action de circonvenir, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[περίδρομος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το να τρέχει [[κάποιος]] [[γύρω]] [[γύρω]] ή εδώ κι [[εκεί]] (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», <b>Ξεν.</b><br />β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», <b>Πλούτ.</b>)<br />(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει [[κανείς]] κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], [[κύκλος]] («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[επίθεση]] από όλα τα [[σημεία]] («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περιδρομὴ θεραπείας» — η [[περίοδος]] της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]] απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])].
}}
}}