περιπορεύομαι: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aller autour, faire le tour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορεύω]].
|btext=aller autour, faire le tour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[ταξιδεύω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) περιστρέφομαι («ὁ [[ἥλιος]] περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)<br /><b>3.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>4.</b> (με αιτ. του τόπου) [[περιέρχομαι]] («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}