περισσόλοφος: Difference between revisions

32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.
|lstext='''περισσόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>)].
}}
}}