πέτασος: Difference between revisions

1,072 bytes added ,  29 September 2017
32
(eksahir)
(32)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[dosel]], [[baldaquino]]
|esgtx=[[dosel]], [[baldaquino]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πλατύγυρο [[καπέλο]] από [[δέρμα]] ή [[ψάθα]] για [[προφύλαξη]] από τον ήλιο ή τη [[βροχή]]<br /><b>2.</b> πλατύ [[φύλλο]] που μοιάζει με πέτασο<br /><b>νεοελλ.</b><br />το οπίσθιο και [[συνήθως]] μεγαλύτερο [[πέταλο]] της στεφάνης τών ψυχανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γύρος]] της στέγης που προεξέχει, το [[γείσο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄγω τοὺς ἐφήβους ὑπὸ πέτασον» — [[γυμνάζω]] τους εφήβους, τους [[εξασκώ]] στη [[γυμναστική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πετά]]-<i>ννυμι</i> «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άρυ</i>-<i>σος</i>, <i>μάδι</i>-<i>σος</i>)].
}}
}}