3,273,773
edits
(eksahir) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[modelador]] | |esgtx=[[modelador]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[πλάστρα]] / [[πλάστης]], θηλ. [[πλάστις]], -ιδος, ΝΜΑ [[πλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, κατασκευάζει [[κάτι]], αυτός που με το [[πλάσιμο]] δίνει [[μορφή]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[κατασκευή]] πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων<br /><b>3.</b> ο [[θεός]] ως [[δημιουργός]] του κόσμου, του σύμπαντος («[[δοξάζω]] τον ποιητήν τών ουρανών, τον πλάστη», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] λεπτών φύλλων ζύμης, το [[πλαστήρι]]<br /><b>2.</b> [[πλαστίδιο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δημιουργεί [[κάτι]] φανταστικό («γιατ' είν' η [[αγάπη]] [[πλάστρα]] / και πλάθει μύρια πλάσματα που [[συντροφιά]] μας τά 'χει», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γλύπτης]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευαστής]] πλίνθων<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με την [[περιποίηση]] της [[κόμης]], [[τριχοπλάστης]]. | |||
}} | }} |