πλαστικός: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλάσσω]]<br />([[κυρίως]] για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλάσιμο]] και, [[κυρίως]], αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» — τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως κύριο συστατικό μια πολυμερή [[ουσία]] και [[είναι]] δυνατόν να μορφοποιηθούν [[κατά]] [[βούληση]] με θερμική [[κατεργασία]] ή και [[επιβολή]] πίεσης, [[δηλαδή]] με [[εφαρμογή]] τεχνικών, όπως [[είναι]] η [[συμπίεση]], η [[εκβολή]], η [[χύτευση]] κ.ά., αλλ. πλαστικά<br />β. «γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλαστική</i><br />η [[τέχνη]] του πλάστη, η [[τέχνη]] του κατασκευαστή ειδωλίων ή αγαλμάτων από [[κάθε]] εύπλαστη ύλη και, [[κυρίως]], από [[κερί]] ή πηλό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για πρόσ.) αυτός που έχει αρμονική, αγαλματένια σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσ. α) (καλ. τεχν.) όρος που χρησιμοποιείται παράλληλα με εκείνον της γλυπτικής για να δηλώσει την [[τέχνη]] της δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών στον χώρο<br />β) <b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] με σκοπό την [[αποκατάσταση]] στο φυσιολογικό της ανατομικής μορφής ή τών φυσιολογικών λειτουργιών ενός μέρους του σώματος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πλαστικά</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] για τις πλαστικές ύλες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλαστικές τέχνες» — οι εικαστικές ή παραστατικές ή οπτικές τέχνες<br />β) «πλαστική εκρηκτική ύλη»<br />(χημ.-τεχνολ.) εκρηκτικό [[μίγμα]] αποτελούμενο από τετρανιτρικό πενταερυθρίτη ή από κυλωνίτη, που συνιστούν τη βασική εκρηκτική ύλη του, και από έναν κατάλληλο πλαστικοποιητή, ο [[οποίος]] του προσδίδει τη [[μορφή]] μαστίχας<br />γ) «πλαστικά χρώματα»<br /><b>χημ.</b> χρώματα με [[βάση]] τις συνθετικές ρητίνες ή τα ελαστομερή [[μέσα]] σε κατάλληλους διαλύτες, τα οποία παρουσιάζουν χρήσιμες ιδιότητες, όπως λ.χ. [[είναι]] η προσκολλητικότητά τους, η γρήγορη ξήρανσή τους, η [[σκληρότητα]] τους, η [[ευκαμψία]] τους, η [[αντοχή]] τους κ.λπ. δ) «πλαστικές εικόνες» — ζωντανές αναπαραστάσεις ζωγραφικών πινάκων ή γλυπτών συμπλεγμάτων από άνθρωπο, αλλ. ταμπλό βιβάν<br />ε) «πλαστική [[παραμόρφωση]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο η [[παραμόρφωση]] ενός σώματος παραμένει και [[μετά]] την [[κατάργηση]] της δύναμης που τήν προκάλεσε<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κλίση]] στην [[γλυπτική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαστικώς</i> και -<i>ά</i>, Ν<br /><b>1.</b> με πλαστικό τρόπο<br /><b>2.</b> από την [[άποψη]] της πλαστικής, δηλ. της γλυπτικής.
}}
}}