πλεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
(6_18)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεύσιμος''': -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.
|lstext='''πλεύσιμος''': -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλεύσιμος]], -ον ΝΜ [[πλεύσις]]<br />ο [[πλωτός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεύσιμον</i><br /><i>η</i> [[πλεύση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλεύσιμος: -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλεύσιμος, -ον ΝΜ πλεύσις
ο πλωτός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον
η πλεύση.