πολύσωρος: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fournit d’abondants monceaux (de blé).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σωρός]].
|btext=ος, ον :<br />qui fournit d’abondants monceaux (de blé).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σωρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.
}}
}}