προσκλινής: Difference between revisions

35
(6_8)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκλῐνής''': -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.
|lstext='''προσκλῐνής''': -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ [[προσκλίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προσκλινές</i> επίπεδη ανώτατη [[επιφάνεια]] του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκλιμένος, [[γερμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκατειλημμένος]], προδιαθετειμένος<br /><b>2.</b> [[αδρανής]], [[αργός]].
}}
}}