3,274,159
edits
(6_8) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκλῐνής''': -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2. | |lstext='''προσκλῐνής''': -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ [[προσκλίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προσκλινές</i> επίπεδη ανώτατη [[επιφάνεια]] του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκλιμένος, [[γερμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκατειλημμένος]], προδιαθετειμένος<br /><b>2.</b> [[αδρανής]], [[αργός]]. | |||
}} | }} |