προσχρίμπτω: Difference between revisions

35
(6_1)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχρίμπτω''': [[ἐγγίζω]], [[ἐπιψαύω]], Δωρικ. ποτιχρ-, κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ ὠτὶ χρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 84, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 53.
|lstext='''προσχρίμπτω''': [[ἐγγίζω]], [[ἐπιψαύω]], Δωρικ. ποτιχρ-, κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ ὠτὶ χρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 84, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 53.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ψαύω]], [[αγγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]]»].
}}
}}