πυγίδιο: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(35) |
(No difference)
|
Revision as of 12:24, 29 September 2017
Greek Monolingual
το / πυγίδιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος
β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών
γ) το ανώτερο τμήμα του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων
αρχ.
ειρων. μικρή πυγή, αδύνατα οπίσθια («ἐπ' ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. νησ-ίδιον). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pygidium].