ῥαγίον: Difference between revisions

35
(6_22)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾱγίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ ῥάξ, «ῥὼξ [[ζῷον]] ἐστὶ μικρόν, ῥαγίῳ (ῥαγὶ Gaisf.) σταφυλῆς ὅμοιον» Ἐτυμολ. Μέγ. 705. 52. ΙΙ. [[εἶδος]] [[ἀράχνης]] δηλητηριώδους, κοινῶς «ῥῶγα», Ἀέτ.· ἴδε ἐν λέξει ῥώξ.
|lstext='''ῥᾱγίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ ῥάξ, «ῥὼξ [[ζῷον]] ἐστὶ μικρόν, ῥαγίῳ (ῥαγὶ Gaisf.) σταφυλῆς ὅμοιον» Ἐτυμολ. Μέγ. 705. 52. ΙΙ. [[εἶδος]] [[ἀράχνης]] δηλητηριώδους, κοινῶς «ῥῶγα», Ἀέτ.· ἴδε ἐν λέξει ῥώξ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) μικρή [[ρώγα]] («[[ζῷον]] ἐστὶ [[μικρόν]], ῥαγίῳ σταφυλῆς ὅμοιον», Μέγα Ετυμολογικον)<br /><b>2.</b> [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.
}}
}}