πυρίφλογος: Difference between revisions

35
(6_16)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίφλογος''': -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.
|lstext='''πῠρίφλογος''': -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φλογος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φλογος</i>].
}}
}}