ῥιζοφυής: Difference between revisions

36
(6_8)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥιζοφυής''': -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1.
|lstext='''ῥιζοφυής''': -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}