σάλπισμα: Difference between revisions

36
(6_21)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάλπισμα''': τό, [[ἦχος]] σάλπιγγος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, [[αὐτόθι]].
|lstext='''σάλπισμα''': τό, [[ἦχος]] σάλπιγγος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σαλπίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαλπίζω]], το να σαλπίζει [[κανείς]], να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό [[κομμάτι]] με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> [[ήχος]] που παράγεται, που βγαίνει από την [[σάλπιγγα]]<br /><b>3.</b> το [[παράγγελμα]] που δίνεται με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[μετάδοση]] διαταγής με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αναγγελία]] ενός σημαντικού γεγονότος, [[διακήρυξη]].
}}
}}