σαρκίτις: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεραμ-ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματός του].