3,277,114
edits
(6_23) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάλαυθρον''': καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, [[ὄργανον]] δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ [[Πολυδ]]. Ι΄, 113 ἔχει [[σπάλαθρον]], καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σκάλευθρον, [[σπάλαθρον]]. | |lstext='''σκάλαυθρον''': καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, [[ὄργανον]] δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ [[Πολυδ]]. Ι΄, 113 ἔχει [[σπάλαθρον]], καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σκάλευθρον, [[σπάλαθρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]]. | |||
}} | }} |