3,277,121
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[σκατοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει [[κόπρανα]] ή ακαθαρσίες, [[κοπροφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[σκατοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων<br />β) [[γένος]] δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο [[χρώμα]], της οικογένειας [[σκατοφαγίδες]], που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται [[μέσα]] στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. [[σκατόμυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] του Ασκληπιού, λόγω της συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῶρ]], <i>σκατός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. με την επιστημον. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>scatophagidae</i>]. | |||
}} | }} |