σκέραφος: Difference between revisions

37
(6_8)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέρᾰφος''': ἢ [[σχέραφος]], τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[λοιδορία]], [[κακολογία]], [[βλασφημία]]», κτλ.
|lstext='''σκέρᾰφος''': ἢ [[σχέραφος]], τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[λοιδορία]], [[κακολογία]], [[βλασφημία]]», κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σχέραφος]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[βλασφημία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]] «[[σκώπτω]]» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>φος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κρότ</i>-<i>α</i>-<i>φος</i>. Παρλλ. απαντά και τ. [[κέραφος]] [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκερβόλλω]])].
}}
}}