3,242,428
edits
(6_11) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαρδᾰμυκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ [[συχνάκις]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6. | |lstext='''σκαρδᾰμυκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ [[συχνάκις]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαρδαμυκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκαρδαμύσσω]]<br />αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να ανοιγοκλείνει [[συνεχώς]] τα μάτια του. | |||
}} | }} |