σκαρδαμυκτικός: Difference between revisions

37
(6_11)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαρδᾰμυκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ [[συχνάκις]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6.
|lstext='''σκαρδᾰμυκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ [[συχνάκις]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαρδαμυκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκαρδαμύσσω]]<br />αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να ανοιγοκλείνει [[συνεχώς]] τα μάτια του.
}}
}}