σκυβαλοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(37) |
(No difference)
|
Revision as of 12:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Μ
υβριστ. φύλακας τών σκυβάλων, τών κοπράνων («ἐκεῑνος Παλατῑνoς ἦν, σὺ δὲ σκυβαλοφύλαξ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + φύλαξ, -ακος].