σκυβαλοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(37)
(No difference)

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
υβριστ. φύλακας τών σκυβάλων, τών κοπράνων («ἐκεῑνος Παλατῑνoς ἦν, σὺ δὲ σκυβαλοφύλαξ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + φύλαξ, -ακος].