σολοικισμός: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> faute contre les règles du langage, solécisme;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> faute contre les règles du langage, solécisme;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[σφάλμα]], [[ιδίως]] [[συντακτικό]], [[κατά]] τη [[χρήση]] της γλώσσας, [[παραβίαση]] τών συντακτικών, [[κυρίως]], κανόνων της γλώσσας, [[καθώς]] και [[χρήση]] προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών συνθηκών επικοινωνίας<br /><b>2.</b> [[αγενής]] [[συμπεριφορά]], [[αγροίκος]] [[τρόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Περὶ σολοικισμῶν» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σολοικίζω]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>soloecismus</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>solecisme</i>)].
}}
}}