σπουδαστής: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partisan <i>ou</i> défenseur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partisan <i>ou</i> défenseur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σπουδάστρια]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] και [[ιδίως]] [[νέος]] που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την [[εκμάθηση]] κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική [[αίρεση]] η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την [[ονομασία]] Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπαδός]], ο [[θιασώτης]] κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων [[ἑκάτερος]] διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδάζω]]. Το νεοελλ. [[σπουδάστρια]] μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}