σταθερός: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fixe, immobile : σταθερὰ [[εὐδία]] PLUT temps au beau fixe.<br />'''Étymologie:''' R. Σταθ de Στα ; cf. [[ἵστημι]].
|btext=ά, όν :<br />fixe, immobile : σταθερὰ [[εὐδία]] PLUT temps au beau fixe.<br />'''Étymologie:''' R. Σταθ de Στα ; cf. [[ἵστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ά, Ν, και [[σταθηρός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. -ή, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται [[στερεά]], [[ευσταθής]], [[αμετακίνητος]] (α. «σταθερό [[έδαφος]]» β. «σταθερό [[κτήριο]]» γ. «[[σταθερά]] γαῑα», Οππ.)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[αμετάβλητος]] (α. «[[σταθερός]] [[καιρός]]» β. «σταθερές τιμές» γ. «τών πρώτων μου χρόνων [[σταθερά]] [[παρηγόρησις]]», Κάλβ.<br />δ. «[[ἀρετὴ]] [[σταθερά]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />ε. «σταθερὰ [[σαοφροσύνη]]», <b>επιγρ.</b><br />στ. «ἀὴρ [[εὔδιος]] σταθερὸς, Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμμένει σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σταθερό(ν) [[βλέμμα]]» — [[βλέμμα]] προσηλωμένο με [[θάρρος]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που διατηρεί τα αρχικά χαρακτηριστικά του, [[αμετάβλητος]] στον χρόνο<br /><b>2.</b> (για χημική [[ουσία]]) αυτός που δεν διασπάται [[παρά]] μόνο με την [[πύρωση]] του σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες ή παρουσιάζει αξιοσημείωτο βαθμό αδράνειας [[κατά]] την [[επίδραση]] διαφόρων χημικών αντιδραστηρίων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σταθερά]]<br /><b>φυσ.</b> [[ποσότητα]], [[αριθμός]] ή [[φυσικό]] [[μέγεθος]] που δεν μεταβάλλεται και χαρακτηρίζει γενικές φυσικές ιδιότητες ή αναφέρεται σε ορισμένες ιδιότητες σωμάτων ή οργάνων μέτρησης ή σχετίζεται με τη [[χρήση]] ορισμένου συστήματος μονάδων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φυσικές σταθερές»<br /><b>φυσ.</b> θεμελιώδεις αμετάβλητες ποσότητες που εμφανίζονται σε βασικές θεωρητικές εξισώσεις της φυσικής και [[συχνά]] αναφέρονται στα στοιχειώδη σωματίδια από τα οποία [[είναι]] συγκροτημένη η ύλη και οι οποίες [[είναι]] δυνατόν να αποτελούν μαθηματικές εκφράσεις άλλων σταθερών<br />β) «[[σταθερά]] δράσης του Πλανκ»<br /><b>φυσ.</b> [[φυσική]] [[σταθερά]] που εμφανίζεται στις εξισώσεις της κβαντικής θεωρίας<br />γ) «[[σταθερά]] της βαρύτητας»<br /><b>φυσ.</b> [[φυσική]] [[σταθερά]] που συνδέει το [[μέτρο]] της δύναμης της βαρύτητας η οποία ασκείται [[ανάμεσα]] σε δύο σώματα με τις μάζες τους και την [[μεταξύ]] τους [[απόσταση]]<br />δ) «[[σταθερά]] υφής»<br /><b>φυσ.</b> [[φυσική]] [[σταθερά]] που αποτελεί μαθηματική [[έκφραση]] της μαγνητικής διαπερατότητας του κενού, της ταχύτητας του φωτός στο [[κενό]], της σταθεράς δράσης του Πλανκ και του στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίου<br />ε) «[[σταθερά]] του Λόσμιτ»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> το [[πλήθος]] τών μορίων που περιέχονται σε ένα [[γραμμομόριο]] μιας χημικής ένωσης ή το [[πλήθος]] τών ατόμων που περιέχονται σε ένα [[γραμμοάτομο]] ενός στοιχείου, συμβολιζόμενο με το [[γράμμα]] <i>Ν</i>, και το οποίο ισούται με 6, 023<br />10<sup>23</sup> μόρια ανά [[γραμμομόριο]], αλλ. [[αριθμός]] του Αβογκάντρο<br />στ) «[[σταθερά]] αερίων»<br /><b>φυσ.</b> [[θεμελιώδης]] [[φυσική]] [[σταθερά]], με [[σύμβολο]] <i>R</i>, που προκύπτει [[κατά]] τη [[διατύπωση]] της καταστατικής εξίσωσης τών αερίων και της οποίας η [[τιμή]] για τα ιδανικά [[αέρια]] [[είναι]] ίση με το γινόμενο της πίεσης, <i>Ρ</i>, επὶ τον όγκο, <i>V</i>, διηρημένο με την απόλυτη [[θερμοκρασία]] του αερίου, <i>Τ</i>, [[δηλαδή]] <i>R</i>=<i>PV</i>/<i>T</i><br />ζ) «[[σταθερά]] Μπόλτσμαν»<br /><b>φυσ.</b> [[θεμελιώδης]] [[σταθερά]], με [[σύμβολο]] <i>k</i>, που υπεισέρχεται σε όλους τους τύπους της κλασικής και κβαντικής φυσικής και [[είναι]] ίση με τον λόγο της σταθεράς τών ιδανικών αερίων [[προς]] τον αριθμό του Αβογκάντρο, [[δηλαδή]] <i>k</i> = <i>R</i>/ <i>Ν</i>, ή με 1, 38062<br />10<sup>-23</sup> [[τζάουλ]] ανά [[κέλβιν]]<br />η) «[[σταθερά]] γαλβανομέτρου» — [[απόκλιση]] την οποία προκαλεί [[ρεύμα]] μοναδιαίας έντασης<br />θ) «[[σταθερά]] διάδοσης»<br /><b>φυσ.</b> μιγαδική [[σταθερά]] που χαρακτηρίζει την [[εξασθένηση]] και [[μεταβολή]] φάσης ανά [[μονάδα]] μήκους ενός ηλεκτρικού μεγέθους [[κατά]] την [[διάδοση]] του<br />ι) «[[σταθερά]] χρόνου»<br /><b>φυσ.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κατά]] το [[πέρας]] του οποίου η αρχική [[τιμή]] μιας εκθετικής συνάρτησης του χρόνου υποβιβάζεται [[κατά]] τον παράγοντα <i>1</i>/<i>e</i><br />ια) «ηλιακή [[σταθερά]]» — η ηλιακή [[ακτινοβολία]] που προσπίπτει στα όρια της ατμόσφαιρας ανά [[δευτερόλεπτο]] και ανά [[μονάδα]] κάθετης επιφάνειας<br />ιβ) «[[θεωρία]] ή [[υπόθεση]] σταθερής κατάστασης»<br /><b>αστρον.</b> κοσμολογική [[θεωρία]] σύμφωνα με την οποία το [[σύμπαν]] διατηρεί σταθερή [[πυκνότητα]] ύλης με την πάροδο του χρόνου και η οποία έχει διάφορες παραλλαγές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή άλλου υγρού) [[ατάραχος]], [[ακίνητος]], [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], αυτός που διατυπώνεται με [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σταθερά]] [[μεσημβρία]]» — το [[καταμεσήμερο]], όταν ο [[ήλιος]] βρίσκεται στο [[ζενίθ]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[θέρος]] σταθερόν» — το [[μέσο]] του θέρους, με τα κυνικά καύματα <b>(Αντίμ.)</b><br />γ) «νυκτὸς τὸ σταθερώτατον» — τα [[μεσάνυχτα]] <b>(Ευνάπ.)</b><br />δ) «σταθερὸν [[ἦμαρ]]» — το [[μεσημέρι]] (Απολλ. Ρόδ.)<br />ε) «σταθερὸν [[ὕδωρ]]» — [[στάσιμο]] [[νερό]] (<b>Αππ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σταθερώς]] / <i>σταθερῶς</i> ΝΜΑ, και [[σταθερά]] Ν<br />με [[σταθερότητα]], [[χωρίς]] αλλαγές ή διακυμάνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σταθ</i>-<i>ερός</i> έχει σχηματιστεί από θ. <i>σταθ</i>- του <i>εστάθην</i>, παθ. αόρ. του <i>ἵσταμαι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ίστημι]]), παράλληλα με τα επίθετα <i>εὐ</i>-<i>σταθής</i> / <i>ἀ</i>-<i>σταθής</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἀκρατής]], [[κρατερός]], [[ἀφανής]], [[φανερός]] («[[νόμος]] του Caland»)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[ευσταθής]]].
}}
}}