στενόβρογχος: Difference between revisions

38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόβρογχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22.
|lstext='''στενόβρογχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει στενό λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> [[βρόγχος]]].
}}
}}