στόλισμα: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[στολίζω]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]] (α. «το [[στόλισμα]] της νύφης» β. «το [[στόλισμα]] του Επιταφίου»)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[είναι]] το [[στόλισμα]] του σπιτιού»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενδυμασία]], [[φόρεμα]].
}}
}}