στρόφαλος: Difference between revisions

38
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> το σημαντικότερο [[μετά]] τον τροχό [[μέσο]] μετάδοσης κινήσεως, [[στοιχείο]] μηχανισμού συνδεδεμένο [[κατά]] ορθή [[γωνία]] με άτρακτο που επιτρέπει τη [[μετατροπή]] της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική [[κίνηση]] άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα [[έμβολο]], ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη [[μεσολάβηση]] ενός διωστήρα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[οξεία]] [[μορφή]] κνήφης, [[καμιά]] [[φορά]] πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική [[ηλικία]], η οποία παρουσιάζεται [[κατά]] κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την [[οδοντοφυΐα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκαμμένη [[λαβή]] με την οποία στρέφεται [[κάτι]], [[μανιβέλα]], [[χερούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρόβιλος]], [[τροχός]] και, γενικά, [[καθετί]] που περιστρέφεται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρόφαλος]] [[Ἑκατικός]]» — [[στρόβιλος]] ή [[τροχός]] που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πάσσ</i>-<i>αλ</i>-<i>ος</i>)].
}}
}}