3,274,816
edits
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend (lit, couverture, tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend (lit, couverture, tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[στρῶμα]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που στρώνεται [[πάνω]] σε [[κρεβάτι]] ή απευθείας σε [[δάπεδο]] και χρησιμεύει για [[κατάκλιση]] και ύπνο [[επάνω]] του, [[ιδίως]] ο [[επίπεδος]] [[ορθογώνιος]] [[σάκος]] από ανθεκτικό ύφασμα που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. [[μαλλί]], [[βαμβάκι]] ή [[άλλο]], και χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, αλλ. [[στρωμνή]], [[στρωσίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται και καλύπτει μια [[επιφάνεια]], [[στιβάδα]] (α. «[[στρώμα]] χιονιού» β. «[[στρώμα]] ελαιοχρώματος»)<br /><b>2.</b> νοητή [[ζώνη]] της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της Γης<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[στιβάδα]] ενός ιζηματογενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκρηξιγενούς πετρώματος που ορίζεται από δύο επίπεδα στρώσης τα οποία προκύπτουν από ορατές αλλαγές στο [[μέγεθος]] τών [[κόκκων]] και στην υφή τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τών πετρωμάτων [[πάνω]] και [[κάτω]] από αυτά<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> α) ημίρρευστη [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό του μιτοχονδρίου<br />β) [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό τών πλαστιδίων<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> η συνδετική-αγγειακή υφή ενός ιστού που αποτελεί [[πλέγμα]] με σημαντικό μεταβολικό ρόλο στην [[ανταλλαγή]] και [[μεταφορά]] ουσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[στρώμα]] της ωοθήκης στο οποίο [[είναι]] βυθισμένα τα ωοθυλάκια<br /><b>6.</b> <b>ζωολ.</b> οργανικό [[δίκτυο]] του σκελετού τών εχινοδέρμων<br /><b>7.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[μάζα]] μυκηλλιακών ινών, τών οποίων η [[συσσωμάτωση]] [[είναι]] χαλαρή ή προχωρημένη, [[μάζα]] [[πάνω]] στην οποία μπορούν να παραχθούν οι σποριοφόρες δομές<br /><b>8.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[κύριος]] [[τύπος]] νεφών που έχει, γενικά, [[μορφή]] στιβάδας γκρίζου χρώματος, με ομοιόμορφη [[κορυφή]] και [[βάση]] και με χαρακτηριστικά ομίχλης, η οποία όμως δεν εφάπτεται με την [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> <b>(κοινων.)</b> κοινωνική [[κατηγορία]] και, ειδικότερα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας αποτελούμενο από άτομα της ίδιας ή παρόμοιας κοινωνικής θέσης (α. «μικροαστικά στρώματα» β. «μεσαία στρώματα»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρώμα]] αέρα»<br /><b>τεχνολ.</b> η αεροστιβαδα στην οποία πραγματοποιείται η [[στήριξη]] τών [[κάθε]] είδους οχημάτων που κινούνται με αερολίσθηση<br />β) «οριακό [[στρώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[στρώμα]] του αέρα που βρίσκεται σε [[επαφή]] με την [[επιφάνεια]] κινούμενου σώματος στην [[ατμόσφαιρα]]<br />γ) «χαρακτηριστικό [[στρώμα]]» ή «καθοδηγητικό [[στρώμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[ορίζοντας]] μιας ακολουθίας πετρωμάτων που διακρίνεται εύκολα από τα [[φυσικά]] χαρακτηριστικά του και μπορεί να αναγνωριστεί σε εκτεταμένες οριζόντιες αποστάσεις<br />δ) «[[είμαι]] στο [[στρώμα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κλινήρης]], [[ασθενής]]<br />ε) «να τά φάει στο [[στρώμα]]» — να τά ξοδέψει στους γιατρούς<br />στ) «αχύρινο [[στρώμα]]» — [[στρωμνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[ιδίως]] αλόγου, [[υπόσαγμα]]<br /><b>2.</b> [[πάτωμα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στρώματα</i><br />α) τα καλύμματα τών ανακλίντρων για το [[δείπνο]]<br />β) όγκοι [[πάνω]] στους οποίους θεμελιώνονταν ξύλινες γέφυρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρώματα ὑποσπῶ» — [[τραβώ]] τα στρώματα [[κάτω]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρῶ</i>-<i>μα</i>)]. | |||
}} | }} |