3,273,404
edits
(6_11) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ. | |lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]]. | |||
}} | }} |