συμμείραξ: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(39)
(No difference)

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].