συμβουλευτικός: Difference between revisions

39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de rhét.</i> qui concerne la délibération, propre à la délibération, délibératif ; τὸ συμβουλευτικόν le genre délibératif.<br />'''Étymologie:''' [[συμβουλεύω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de rhét.</i> qui concerne la délibération, propre à la délibération, délibératif ; τὸ συμβουλευτικόν le genre délibératif.<br />'''Étymologie:''' [[συμβουλεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβουλευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («[[νόμος]] [[συμβουλευτικός]]... οὐ [[βιαστικός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο προτρέπεται ή αποτρέπεται το [[ακροατήριο]] να λάβει ορισμένη [[απόφαση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επιδεικτικό και τον δικανικό λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συμβουλευτική [[θέση]]» — [[αξίωμα]] που δεν παρέχει [[δικαιοδοσία]] αποφάσεων [[αλλά]] μόνο υποδείξεων λόγω ειδικών γνώσεων ή εμπειρίας<br />β) «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — [[ψήφος]] που δίνεται από κάποιον ο [[οποίος]] μετέχει σε [[συνεδρίαση]] ενός σώματος για να εκφράσει [[γνώμη]], [[αλλά]] δεν συνυπολογίζεται [[κατά]] τη [[λήψη]] αποφάσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ συμβουλευτική</i>, <i>τὰ συμβουλευτικά</i><br />η [[ικανότητα]] να δίνει [[κανείς]] συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμβουλευτικά</i> / <i>συμβουλευτικῶς</i> ΝΜΑ<br />με συμβουλές, παραινετικά.
}}
}}