συναπολύω: Difference between revisions

39
(6_1)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπολύω''': [[ἀπολύω]] συγχρόνως ἢ [[ὁμοῦ]], Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 31. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 66.
|lstext='''συναπολύω''': [[ἀπολύω]] συγχρόνως ἢ [[ὁμοῦ]], Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 31. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 66.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[απολύω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
}}