3,258,332
edits
(6_7) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰφής''': -ές, ἔχων συνάφειαν, συνηνωμένος, συνεχόμενος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 26· κόλποι σ. ἀλλήλοις ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 8· τὰ ξυναφέα, τὰ συνεχόμενα, τὰ πλησίον [[ἀλλήλων]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ― Ἐπίρρ. συναφῶς, ἕτερ’ ἄττα πολίσματα ἐπὶ τῷδε συναφῶς ἐχειρώσατο Νικήτ. Χρον. σ. 331Β. | |lstext='''συνᾰφής''': -ές, ἔχων συνάφειαν, συνηνωμένος, συνεχόμενος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 26· κόλποι σ. ἀλλήλοις ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 8· τὰ ξυναφέα, τὰ συνεχόμενα, τὰ πλησίον [[ἀλλήλων]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ― Ἐπίρρ. συναφῶς, ἕτερ’ ἄττα πολίσματα ἐπὶ τῷδε συναφῶς ἐχειρώσατο Νικήτ. Χρον. σ. 331Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άμεση [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] ή αυτός που παρουσιάζει [[ομοιότητα]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[παρεμφερής]], [[παραπλήσιος]], παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναφή]] αδικήματα»<br /><b>(νομ.)</b> αδικήματα τα οποία διέπραξαν [[μετά]] από [[συμφωνία]] πολλοί [[μαζί]] ταυτόχρονα ή [[ακόμη]] και σε διαφορετικά χρονικά ή τοπικά [[σημεία]] με σκοπό να επιτευχθεί [[έτσι]] η όσο το δυνατόν πιο εύστοχη εκτέλεσή τους<br />β) «συναφείς δίκες»<br /><b>(νομ.)</b> δίκες τών συναφών αδικημάτων που επιβάλλουν την εκδίκασή τους από ένα δικαστήριο προκειμένου [[έτσι]] να εξασφαλιστεί η καλύτερη [[διεξαγωγή]] της ανάκρισης [[αλλά]] και ολόκληρης της διαδικασίας εκδίκασής τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που συντάσσεται με [[κάτι]] («τὸ συναφές» — το συντασσόμενο, Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αυτός του οποίου τα μόρια έχουν [[συνοχή]] [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] εκείνα που βρίσκονται σε ρευστή [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συναφέα</i> και <i>ξυναφέα</i><br />α) όσα αλληλοσχετίζονται, όσα παρουσιάζουν αμοιβαία [[σχέση]]<br />β) όσα βρίσκονται πολύ [[κοντά]] το ένα με το [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συναφὴς [[τόπος]]» — αυτός που πρόσκειται, που βρίσκεται [[κοντά]] σε έναν [[άλλο]] (<b>Διον. Βυζ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συναφώς]] / <i>συναφῶς</i> ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναφορικά, σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀφή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀν</i>-[[αφής]]]. | |||
}} | }} |