συνέτιση: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(39)
(No difference)

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.