συγκοινωνιακός: Difference between revisions

39
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκοινωνία]] («συγκοινωνιακά [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκοινωνιακό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων<br />β) «συγκοινωνιακή [[οικονομία]]» — η [[συστηματική]] και οργανωμένη [[τεχνική]] και οικονομική [[δραστηριότητα]] με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες [[έναντι]] οικονομικού ανταλλάγματος<br />γ) «συγκοινωνιακή [[πολιτική]]» — το [[σύνολο]] τών μέτρων που παίρνει ένα [[κράτος]] για την [[παροχή]] συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η [[συμπεριφορά]] του κράτους [[απέναντι]] στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών<br />δ) «συγκοινωνιακό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς [[αλλά]] και από [[μέσο]] σε [[μέσο]]<br />ε) «συγκοινωνιακή [[γεωγραφία]]» — [[κλάδος]] της οικονομικής γεωγραφίας ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[έρευνα]] τών λόγων της διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. <i>συγκοινωνιακά</i> Ν<br />με [[συγκοινωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκοινωνία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκοινωνία]] («συγκοινωνιακά [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκοινωνιακό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων<br />β) «συγκοινωνιακή [[οικονομία]]» — η [[συστηματική]] και οργανωμένη [[τεχνική]] και οικονομική [[δραστηριότητα]] με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες [[έναντι]] οικονομικού ανταλλάγματος<br />γ) «συγκοινωνιακή [[πολιτική]]» — το [[σύνολο]] τών μέτρων που παίρνει ένα [[κράτος]] για την [[παροχή]] συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η [[συμπεριφορά]] του κράτους [[απέναντι]] στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών<br />δ) «συγκοινωνιακό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς [[αλλά]] και από [[μέσο]] σε [[μέσο]]<br />ε) «συγκοινωνιακή [[γεωγραφία]]» — [[κλάδος]] της οικονομικής γεωγραφίας ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[έρευνα]] τών λόγων της διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. <i>συγκοινωνιακά</i> Ν<br />με [[συγκοινωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκοινωνία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκοινωνία]] («συγκοινωνιακά [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκοινωνιακό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων<br />β) «συγκοινωνιακή [[οικονομία]]» — η [[συστηματική]] και οργανωμένη [[τεχνική]] και οικονομική [[δραστηριότητα]] με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες [[έναντι]] οικονομικού ανταλλάγματος<br />γ) «συγκοινωνιακή [[πολιτική]]» — το [[σύνολο]] τών μέτρων που παίρνει ένα [[κράτος]] για την [[παροχή]] συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η [[συμπεριφορά]] του κράτους [[απέναντι]] στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών<br />δ) «συγκοινωνιακό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς [[αλλά]] και από [[μέσο]] σε [[μέσο]]<br />ε) «συγκοινωνιακή [[γεωγραφία]]» — [[κλάδος]] της οικονομικής γεωγραφίας ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[έρευνα]] τών λόγων της διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. <i>συγκοινωνιακά</i> Ν<br />με [[συγκοινωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκοινωνία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}