συμβιωτής: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />confident <i>ou</i> favori des empereurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />confident <i>ou</i> favori des empereurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιόω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
}}
}}