χορταῖος: Difference between revisions

46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d’herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d’herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[χόρτο]], στο [[περιβόλι]], στον κήπο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χορταία</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) βοσκότοπος, [[λιβάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χιτὼν χορταῑος»<br />i) τριχωτό και τραχύ [[ένδυμα]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ii) [[τριχωτός]] [[χιτώνας]] από [[δέρμα]], τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο [[θέατρο]] τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}