3,270,341
edits
(6_19) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός». | |lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. υπερασπίστρια / [[ὑπερασπιστής]], θηλ. [[ὑπερασπίστρια]], ΝΜΑ [[ὑπερασπίζω]]<br />αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή [[κάτι]], [[προστάτης]] (α. «[[υπερασπιστής]] της πατρίδας» β. «[[κύριος]] [[ὑπερασπιστής]] τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατάει την [[ασπίδα]] προστατευτικά [[πάνω]] ή [[μπροστά]] από κάποιον, [[πρόμαχος]], αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ [[κέρας]] σωτηρίας μου», ΠΔ). | |||
}} | }} |