ὑπερασπιστής: Difference between revisions

43
(6_19)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός».
|lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός».
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. υπερασπίστρια / [[ὑπερασπιστής]], θηλ. [[ὑπερασπίστρια]], ΝΜΑ [[ὑπερασπίζω]]<br />αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή [[κάτι]], [[προστάτης]] (α. «[[υπερασπιστής]] της πατρίδας» β. «[[κύριος]] [[ὑπερασπιστής]] τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατάει την [[ασπίδα]] προστατευτικά [[πάνω]] ή [[μπροστά]] από κάποιον, [[πρόμαχος]], αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ [[κέρας]] σωτηρίας μου», ΠΔ).
}}
}}