Anonymous

τινθός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_16)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τινθός''': -όν, «τινθόν· ἐφθὸν» (κῶδ. τιντὸν) Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀτμὸς χύτρας, Λυκόφρ. 36.
|lstext='''τινθός''': -όν, «τινθόν· ἐφθὸν» (κῶδ. τιντὸν) Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀτμὸς χύτρας, Λυκόφρ. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, και κώδ. τιντόν Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τινθόν<br />ἑφθόν»<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τινθός]]<br />[[ατμός]] που βγαίνει από [[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του <i>τινθ</i>-<i>αλέος</i> με κατάλ. -<i>ος</i>].
}}
}}