τάραγμα: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τάραμα]] Ν [[ταράσσω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταράζω]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[ταραχή]] (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε [[τάραγμα]]» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακίνηση]], [[ανακάτεμα]]<br /><b>2.</b> [[τράνταγμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[επιληψία]]<br />β) (για πυρετό) [[προσβολή]] που συνοδεύεται από ρίγη.
}}
}}