ταυρομέτωπος: Difference between revisions

40
(6_17)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρομέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέτωπον]] ἢ [[πρόσωπον]] ταύρου, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1.
|lstext='''ταυρομέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέτωπον]] ἢ [[πρόσωπον]] ταύρου, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Βάκχου) αυτός που έχει [[μέτωπο]] ή [[πρόσωπο]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέτωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-[[μέτωπος]]].
}}
}}