3,277,211
edits
(6_10) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγάκανθα''': ἡ, «[[ῥίζα]] ἐστὶ [[πλατεῖα]] καὶ [[ξυλώδης]], φαινομένη δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, [[λευκάς]], ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται [[κόμμι]] καλούμενον [[τραγάκανθα]], παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, [[διότι]] [[τότε]] ῥέει ὡς [[δάκρυον]] ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ [[ὄνομα]] ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα». | |lstext='''τρᾰγάκανθα''': ἡ, «[[ῥίζα]] ἐστὶ [[πλατεῖα]] καὶ [[ξυλώδης]], φαινομένη δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, [[λευκάς]], ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται [[κόμμι]] καλούμενον [[τραγάκανθα]], παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, [[διότι]] [[τότε]] ῥέει ὡς [[δάκρυον]] ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ [[ὄνομα]] ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και τραγακάνθη και τραγάκανθος Α<br />το [[φυτό]] [[αστράγαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tragacantha</i>) και οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tragacanth</i>)]. | |||
}} | }} |