υψήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(44)
(No difference)

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ-ήνωρ].